Ἀτσίγγανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀτσίγγανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀτσίγγανος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ (Οἰν.) Ἀτσίγγανους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. Ἀτσίgανος πολλαχ. Ἀτζίgανος Κρήτ. Ἀτζίgανους Λέσβ. Σάμ. Ἀζίγγανους Β. Τῆν. Ἀτσιγγάνος Πόντ. (Οἰν.) Ἀτζιgάνος Νάξ. (Δαμαρ.) Ἀσίgανος Ἄνδρ Μύκ. Τσίgανος Αἴγιν. Ἰκαρ. Τσίgανος Κεφαλλ κ.ἀ. Τσίgανους Θεσς. (Πήλ.) Τιgάνος Καππ. (Φλογ.) Τσιgάνους Ἴμβρ. Τιgιˬάνος Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Σινασσ.) Σιgανος Ἄνδρ. Θηλ. Ἀτσιγγάνα καὶ Τσιγγάνα κοιν. Ἀτζιgάνα Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ὄν. Ἀτσίγγανος. Πβ. Κορ. Ἄτ. 4, 37 κἑξ.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Ἐθνικὸν ὄνομα λαοῦ νομαδικοῦ καὶ Σκηνιτικοῦ ὁρμηθέντος ἐξ Ἰνδιῶν καὶ ἀσχολουμένου συνήθως εἰς τὴν σιδηρουργίαν καὶ τὴν ὀργανοπαικτικὴν ἢ καὶ εἰς ἀμφότερα (αἱ γυναῖκες τῶν Ἀτσιγγάνων ἐπαγγέλλονται καὶ τὸν ἐξηγητὴν τῆς μοίρας) κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) : Φρ. Σὰν Ἀτσίγγανος (ἐπὶ ρυπαροῦ καὶ ρακενδύτου) σύνηθ. ’Σ αὐτὸ τὸ σπίτι μέσα εἶναι οἱ--Ἀτζιgάνοι (εἷναι ἀκάθαρτον) Κρήτ. || Παροιμ. Τῶν Ἀτσιgάνων ἡ κακιˬὰ ἀπὸ ᾿σπέρας ὣς ταχε͜ιὰ (ὅτι τῶν Ἀτσιγγάνων ἡ ἔχθρα εἶναι βραχυτάτης διαρκείας καὶ γενικώτερον ἐπὶ τῶν ταχέως συμφιλιουμένων) Κρήτ. Ἄν ἔ᾽ ὁ σκύλλος σπίτιν, ἔχει κιˬ Ἀτσίγγανος προφήτην (ὅτι οἱ Ἀτσίγγανοι εἷναι ἄθρησκοι) Κάρπ. Ἡ - - Ἀτσιgανους ἴσαμι ποῦ ἔ᾽ πιτιμέ’ δὲν τσοιμᾶτι (ἕνεκα τῆς λαιμαργίας του) Λέσβ. Συνών. Γύφτος, Κατσίβελος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾿ Ἀτσιγγάνου Κάρπ. Ἀτσιγγάνας μνημε͜ιὸ Χίος. 2) Σιδηρουργὸς Ἄνδ. Συμ κ.ἀ. : ᾎσμ. Καὶ τὸ στρατὶ τοὶς ἔβγαλε ᾽ς ἑνοῦς Σιξάνου πόρτα, ὥρα καλὴ σ’, Ἀσίgανε, τί φτε͜ιάν’ τί μαστορεύεις; Ἄνδρ. Συνών. Γύφτος. 3) Ρυπαρός, ἀκάθαρτος σύνηθ.: Εἶναι Ἀτσιγγάνα ᾿ς τὸ νοικοκυρε͜ιό της σύνηθ. Εἶναι Ἀτζιγγάνα ποῦ δὲ bίνει σκύλλος ‘ς τὴ ᾿γούρνα τζης νερὸ Κρήτ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιˬάρικος 1. β) Ρακένδυτος σύνηθ. Συνών. κουρελῆς. 4) Ἄνθρωπος φιλάργυρος, γλίσχρος Κρήτ (Μεραμβ. Σητ. κ.ἀ) Πελοπν. (Τεγ.) Ρόδ. κ.ἀ.: Ἀπὸ ᾿κε͜ιονὰ τὀν Ἀτζίgανο δὰ ζητήξῃς παρᾶδες ; Κρήτ. Ἄδικο νὰ τὸν εὕρῃ τὀν Ἀτζιgανο, ὁdὲ δὲ δίδῃ τ᾿ ἀgέλου dου νερό ! Κρήτ. (Σητ.) 5) Ἐπὶ προβάτου, τὸ ἔχον μαλλίον ἀνάμεικτον λευκὸν καὶ μέλαν Νάξ. 6) Τὸ φυτὸν δαῦκος ὁ εὔγευστος (daucus gutatus) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) Θεσσ. (Λάρισ. Τρίκκ.) Συνών. ἄγριο καρῶτο. Β) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ περὶ τὰ ἐδέσματα ἐκλεκτικός, ὀλιγοφάγος Θεσσ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Ἀτσίγγανους ἄνθρουπους, πιρ’με’ς νὰ βά’ κρεˬάς Αἰτωλ. Δὲν τρώει τοὺ μπλάρ’ π᾿ ἀγόρασα, εἶνι ἀτσίγγανου αὐτοθ. 2) Ἰσχνός, λιπόσαρκος Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Ἡ θυγατέρα μ᾿ ἔν᾿ ἀτσίγγα’, γιατὶ δὲν τρώει Καλοσκοπ. Ἀτσίγγανου γ’ρού’ Αἰτωλ. Σύνων. ἰδ. ἐν λ. ἄτροφος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA