ἀποβεργίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβεργίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβεργίζω Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βεργίζω.
Σημασιολογία
Κάμπτομαι: Ἐποβέργισε τὸ κλαδὶ καὶ κόντεψε νὰ σπάσῃ. || ᾎσμ. Εἶναι ψηλός, εἶναι λυγνο’ς, ἴσιˬος σὰν τὸ καλάμι, ἀποβεργίζ’ ἡ μέση του σὰν τὸ μαργαριτάρι. Συνών. λυγίζομαι (ἰδ. λυγίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA