ἀποβιτσίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβιτσίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβιτσίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βιτσίζω.

Σημασιολογία

Κινῶν τὴν οὐρὰν κτυπῶ δι’ αὐτῆς τὸν πλησίον ἀκολουθοῦντα ὁδηγόν, ἐπὶ βοῶν καὶ φορτηγῶν ζῴων: Ἐποβίτσισέ dονε τὸ μουλάρι καὶ τοῦ βάρηκε ’ς τὰ μάθιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/