ἀποβλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβλογῶ Ἄνδρ. Κρήτ. ἀπουβλουγῶ Λέσβ. ’ποβλογῶ Ρόδ. ἀποβλοΐζω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βλογῶ.
Σημασιολογία
Περατῶ τὴν εὐλογίαν, τὴν τελετὴν τοῦ γάμου Ρόδ. Λέσβ.: ᾊσμ. Ἄν εἶν’ καλὸς ὁ μαῦρος σου φτάν-νεις τους ’ς τὰ στεφάνιˬα, ἂν δὲνον κ’ εἶναι ἁπαλός, φτάν-νεις σὰν ᾿ποβλοήσουν (δὲνον δὲ) Ρόδ. Τώρα π’ ἀπουβλουγήσαμι τσ’ ἰγὼ καμάρουσά του, τ’ ἀdρόγυνου ποῦ κάναμι δὲν εἶνι παρακάτου Λέσβ. Καὶ μετ’ ἀντικ περατῶ τὴν γαμήλιον τελετήν τινος ἔνθ’ ἀν.: Ἀπουβλουγήσαμι τ’ ἀdρόγυνου Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA