ἀποβοήθε͜ια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβοήθε͜ια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβοήθε͜ια ἡ, ἀμάρτ ἀπουβόηθε͜ια Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποβοήθε͜ιο τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ.94 -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπουβουήθε͜ιου Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀπουβόηθε͜ιου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βοήθε͜ια, παρ’ ὃ καὶ βοήθε͜ιο.

Σημασιολογία

Βοήθεια, συνδρομὴ ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀποβοήθε͜ιο, ἀλλεˬῶς θὰ πήγαιναν χαμένοι οἱ ἄνθρωποι ΔΛουκόπ. ἔνθ’ άν. Ἅμα μιγαλώσ’ τοὺ κουρ’τσά’ σ’ θὰ τὸ ’ῃς ἀπουβόηθε͜ιου Αἰτωλ. Ἔχου ἀπουβόηθε͜ια κιˬ ἀπ’ τὰ κουρίτσιˬα τ’ς ’τουνε͜ιᾶς αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/