ἀποβοηθῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβοηθῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβοηθῶ ἀμάρτ. ἀπουβουηθάου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βοηθῶ.

Σημασιολογία

Προσεπικουρῶ, βοηθῶ: Τοὺν ἀπουβόηˬθαγαν κὶ τὰ πιδιˬά τ’, ἀλλὰ τί νὰ σ’ κάμ’ γέρουντας ἄνθρουπους τώρᾳ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/