ἀποβορισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβορισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποβορισμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποβορίζω.
Σημασιολογία
Παῦσις τοῦ βορείου ἀνέμου: ’Σ τὸν ἀποβορισμὸ ἐχλιˬάθην ὁ κόσμος (ἐχλιˬάθην=ἐζεστάθη πως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA