ἀποβουτυρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβουτυρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβουτυρώνω λόγ. σύνηθ. ἀποβουτουρώνω Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀποβουτορώνω Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βούτυρο.

Σημασιολογία

1) Ἀφαιρῶ ἀπὸ τοῦ γάλακτος ἢ ὸξυγάλακτος τὸ βούτυρον λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Κοτύωρ.): Οἱ γαλατᾶδες ἀπὸ αἰσχροκέρδεια ἀποβουτυρώνουν τὸ γάλα ποῦ πουλᾶν. ᾿Αποβουτυρωμένο γάλα-γιˬαούρτι-τυρὶ σύνηθ. Τὸ ’ξύγαλαν ἀπεβουτούρωσαν κ’ ἔγκαν ἀ (καὶ τὸ ἔφεραν) Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. ξεβουτυρώνω. 2) Καθαρίζω διὰ πλύσεως βουτυρωμένον ἀγγεῖον Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/