ἀποβραδινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβραδινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποβραδινὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀποβραδ’νὸς Σκῦρ. ἀποβραδισινὸς Κεφαλλ. ἀποβορδινὸς Νίσυρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποβραδὺς καὶ τῆς καταλ. –ινός. Ὁ τύπ. ἀποβραδισινὸς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ χτεσινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν ἑσπέραν τῆς προηγουμένης ἡμέρας σύνηθ.: Ἀποβραδινὸ φαεῖ. Ἀποβραδινὲς κουβέντες σύνηθ. Ἀποβραδ’νὸ γάλας Σκῦρ. || Παροιμ. Τὰ λόγιˬα τ’ ἀποβραδινά, κουφολιθιˬὲς χτισμένες, ἀποβραδὺς τσοὶ χτίζουνε καὶ τὴν αὐγή ’ν’ πεσμένες (πολλαὶ ὑποσχέσεις δίδονται τὴν ἑσπέραν διὰ νὰ λησμομηθοῦν ταχέως τὴν ἑπομένην καὶ νὰ μείνουν ἀνεκτέλεστοι) Ζάκ. || Γνωμ. Ἀποβραδισινὸ φαεῖ φύλαε, ἀποβραδισινὴ δουλε͜ιὰ μὴ φυλάς (τὸ ὑπόλοιπον φαγητοῦ φύλαττε διὰ τὴν αὔριον, ἀλλὰ τὸ ὑπόλοιπον ἐργασίας μὴ ἀναβάλλῃς διὰ τὴν αὔριον) Κεφαλλ. Ἀποβραδινὸ φαεῖ ν’ ἀφίνης, ἀποβραδινὴ δουλε͜ιὰ νὰ μὴν ἀφίνῃς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μάν.) Τὴν ἀποβραδινὴ δουλε͜ιὰ μὴ φυλάς, μον’ τὴν ἀποβραδινὴ μπουκεˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2297, 174. β) Τὸ θηλ. ἀποβραδινὴ οὐσ., ὴ προηγουμένη ἑσπέρα Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 92: Ἴσιˬα ἴσιˬα ἐκεῖνος ποῦ ἔλεγε τὴν ἀποβραδινὴ ᾿ς τὸ καπελε͜ιὸ γιˬὰ τ’ ἀνίψι του πῶς ἢ μαζώχτρα τοῦ ρίχτηκε. 2) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ μέθη διαρκεῖ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς χθὲς Βιθυν.(Κατιρ.) Ἰων. (Κρήν.) Χίος: Ἀποβραδινὸς εἶσαι, βρέ: Χίος. 3) Ὁ μὴ πρόσφατος Νίσυρ. Συνών. μπαγιˬάτικος. 4) Ἑσπερινός, βραδινὸς ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 1,80: Μαζὶ πίναν τὸν πρωινὸ καφέ, μαζὶ τὸν ἀποβραδινό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA