ἀπόβραδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβραδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόβραδο τό, Ἤπ. Πελοπν. (Βασαρ. Καλάβρυτ. Σουδεν.) κ.ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Παληκάρ. 54Γ Δροσίν. Φωτερ. σκοτάδ. 2 61 ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 50 ΝΠετμεζ. Ἁπλᾶ λόγ. 41 -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπόβραδου Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγορ Ἰωάνν. Χουλιαρ.) Θεσσ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἄμφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βράδυ.

Σημασιολογία

1) Ἑσπέρα ἔνθ’ ἀν.: Βγῆκα τ’ ἀπόβραδο νὰ περπατήσω Ἤπ. Τ’ ἀπόβραδου νὰ μὴ μὶ πιρ’μέ’ς Θεσσ. Ἀπόβραδο μουχρὸ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾊσμ. Χαίρεται κιˬ ὁ Ξερόκαμπος τοὶς Κλουκινιˬωτοποῦλλες ὅπου περνᾶν τ’ ἀπόβραδο, ὥρα τοῦ μεσονύχτου Σουδεν. ’Σ τοὶς νύχτις κὶ ᾿ς τ’ ἀπόβραδα, ᾿ς τοὺν ἥλιˬου κὶ ’ς τοὺ κάμα δυˬὸ χρόνιˬα ἔχου, σὶ ζητῶ νὰ μιτρηθοῦμ’ ἀντάμα Μακεδ.-Ποιήμ. Κάθε βράδυ βράδυ, κάθ’ ἀπόβραδο, φέγγει τὸ λυχνάρι τ᾿ ἀναμμένο ΓΔροσίν ἔνθ’ ἀν. Ἠρθε κ’ ἕνα βραδάκι, κἄπο͜ιο ἀπόβραδο π᾿ ὡρκίστηκα ποτὲς πεˬὰ νὰ μὴν κλαίω ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου χρόνος, ἡ δείλη Πελοπν. (Βασαρ.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ενα ἀπόβραδο τ’ Ἀπρίλη πῆρε τὸ μουλάρι καὶ πῆγε ᾿ς τὸ χωράφι γιˬὰ νὰ φορτώσῃ λίγο χορτάρι Βασαρ. Παγαίναμε τ᾿ ἀπόβραδο μιˬὰ τριχεˬὰ ὁ ἥλιˬος νὰ πέσῃ ΚΠασαγιανν. ἔνθ’ ἀν. 3) Ἐπιρρηματ., κατὰ τὴν ἑσπέραν Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Πο͜ιὸς εἶδεν ἥλιˬο ἀπόβραδο κιˬ ἄστρο τὸ μεσημέρι; Ἤπ. Συνών. ἀπόβραδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/