ἀποβραχεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβραχεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβραχεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀπουβραχεˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βραχεˬά.

Σημασιολογία

Ἡ ἄκρα ἢ ἡ κορυφὴ τοῦ βράχου: Μέσ’ ’ς τ’ν ἀπουβραχεˬὰ πῆι κὶ στάθ’κι τοὺ ἀγριό’δου. ’Σ τ’ν ἀπουβραχεˬὰ πάς κὶ στέκισι, καηˬμένι, δὰ πέῃς κάτ’ ἀπ’ τοὺ βράχου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/