ἀπόβροχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόβροχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόβροχα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Πελοπν. (Αἴγ. Κυνουρ. Τρικκ. κ.ἀ.)–ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπόβρεχα Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόβροχος. Τὸ ἀπόβρεχα κατ' ἐπίδρασιν τοῦ ἀποβρέχω.
Σημασιολογία
Μετὰ τὴν βροχὴν ἔνθ’ ἀν.: Ἀπόβροχα πρέπ’ νὰ σπείρῃ κἀνεὶς Μυριόφ. Φυλάξου τσ’ εἶν᾿ ἀπόβρεχα, μὴν κρυώσῃς Τρίκκ. Ἠταν ἀπόβροχα κ’ ἕγλίστραεν ὁ τόπος Αἴγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA