ἀπόβροχο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβροχο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόβροχο τό, ἀποβρόχι Ἤπ. Νάξ. (Βόθρ.) ἀπουβρό’ Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀποβρέχι Θήρ. -Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀπόβροχο πολλαχ. ἀπόβρουχου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿πόβρουχου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀπόβρεχο Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.) ἀπόβριχου Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ἀποβρόχιˬα τά, ἀπουβρόχιˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀποβρέχιˬα Ἀμοργ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βροχή. Τὸ ἀπόβρεχο καὶ ἀποβρέχιˬα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ βρέχω.

Σημασιολογία

1) Ἀποβροχάρις, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Δὲν κά’ νὰ ζέψουμι, εἴνι ᾿πόβρουχου κὶ θὰ γέ’ λάσπ’ τοὺ χουράφ’ Στρόπον. Τώρα μὶ τ᾿ ἀπόβριχου δὲ σκάβιτ’ οὑ τόπους, εἶνι οὕλον λάσπις Αἰτωλ. Τὸ κρύο τ᾿ἀπόβροχου ἀψὺ ΚΚρυστάλλ. Εργα 2,144 || Ποίημ. ᾿Σ τοῦ ἀπόβροχου τὴ σκόλη | βγαίνουν γιˬὰ σεργιˬάνι οἴ σαλίγκαροι ὅλοι Μελισσάνθ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 250 β) Ὁ ἀπὸ μακρινοῦ τόπου ἐκ βροχῆς πνέων ἀὴρ Πελοπν. (Λάστ.) γ) Ἡ μετὰ τὴν βροχὴν ὑγρασία καὶ τὸ ἐπακολουθοῦν ψῦχος Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Εἶναι ἀποβρόχι καὶ κρυώνω Ἤπ. Ἔλα, παιδί μου, μέσα, γιατ᾿ εἶναι ἀπόβρεχο Καλάβρυτ. Συνών. ἀποβροχιˬά. 2) Συνήθως κατὰ πληθ., αἱ τελευταῖαι βροχαὶ τῆς ἀνοίξεως σύνηθ. Ἀντίθ. πρωτοβρόχιˬα. 3) Ὁ βρεγμένος ἄρτος Θήρ.–Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ.: ᾿Εγὼ ἕνα gομμάτι ἀποβρέχι νά ’χω περνῶ Θήρ. 4) Ὕδωρ εἰς τὸ ὁποῖον ἐβράχη ἄρτος Θήρ.: Ἤπια τ᾿ ἀποβρέχιˬα τσῆ σκίζας (διπυρίτου ἄρτου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/