ἀποβυθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβυθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβυθίζω ἀμάρτ. Μέσ. ἀπουβαθίζουμι Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βυθίζω. Ἡ τροπὴτῆς συλλαβῆς βυ εἰς βα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. βάθος.
Σημασιολογία
Βυθίζομαι εἰς σκέψεις, ἀφαιροῦμαι, ρεμβάζω, περιπίπτω εἰς λήθαργον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA