ἀπογαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογαλεύω ἀμάρτ. ’πογαλεύκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γαλεύω.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὸ ἄμελγμα: ᾿Εγιˬώ ’πογάλεψα ’ποὺ τὸ μεσομέριν καὶ γυρεύκεις τώρᾳ γάλαν; Πβ. ἀπογαλώνω. 2) Πιέζω τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν τῶν θηλέων βρεφῶν διὰ νὰ γίνουν ὅταν μεγαλώσουν καλαὶ τροφοί. β) Πιέζω διὰ τῶν δακτύλων τὸ ἀπόστημα διὰ νὰ ἐξέλθῃ τὸ πῦον: ’Πογάλεψε τὸν καρφίτην (σπυρὶ τοῦ προσώπου). 3) Ἀπογαλαχτίζω 3, ὃ ἰδ: Ἐπογαλέψαν οἰ αἶγες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA