ἀπόγαμπρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγαμπρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόγαμπρος ὁ, Πόντ. (Τραπ.) ἀπόγαbρος Κρήτ. Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γαμπρός.
Σημασιολογία
Ὁ πρῴην γαμβρὸς ἐπὶ. θυγατρὶ ἢ ἀδελφῇ ἔνθ’ ἀν.: Δὲ dά ’χω καλὰ μὲ τὸν ἀπόγαbρό μου Κρήτ. || ᾎσμ. Συμπέθεροι, ’ς ἐσέτερα, κουμπάροι, ᾿ς ἐδικά σας καὶ σὺ γαμπρὲ κιˬ ἀπόγαμπρε, ἄμε κιˬ ἀπόθεν ἔρθες Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA