ἀπογγάστριˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογγάστριˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογγάστριˬα τά, ἀπογάστρ Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀπογγαστρώνω.

Σημασιολογία

1) Τὰ ὑγρὰ τὰ ὁποῖα ρέουν ἐκ τῆς μήτρας τῶν ζῴων ὅταν συλλάβουν. 2) Ὁ μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ ἐμβρύου ἐξερχόμενος πλακοῦς. Συνών. ἀδέρφι 2, ἀκλούθι 2, ἀκόλουθο 2, δευτέρι, συντρόφι, ταίρι, ὕστερο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/