ἀπόγδυμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγδυμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόγδυμα τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογδύνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., ἄπλυτα ἐσώρουχα ἔνθ’ ἀν.: Εἶdα τά ’καμες τ’ ἀπογδύματὰ σου; Κρήτ. Συνών. ἀπαλλάγι, ἀπάλλαμα, ἀπαλλαξίδι, ἀπαλλαξίμι, ἀπογδύμι 1, ἀπογδύσι, ἀπογδυσίμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA