ἀπόγεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόγεμα τό, κοιν. ἀπόεμα Ἀμοργ. ἀπόγιˬομα σύνηθ. ἀπόγιˬομαν Κύπρ. ἀπογιˬόμα Πελοπν. (Λακων.) ἀπόγιˬουμα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γέμα. Τὸ παρὰ Δουκ. ἀπάγεμα (ἐν λ. ἀπογεύεσθαι) ἐσφαλμένον ὰντὶ ἀπόγεμα. Ὁ τύπ. ἀπόγιˬομαν καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) Ὁ μετὰ τὸ γεῦμα τῆς μεσημβρίας χρόνος κοιν.: Σήμερο-αὔριο-χτὲς-τὴν Κυριˬακή τὸ ἀπόγεμα. Θά ’ρθω-θὰ φύγω τ’ ἀπόγεμα κοιν. θὰ σοῦ κάμω ἕνα ὡραῖο φόρεμα νὰ τὸ βάνῃς τ’ ἀπογιˬόματα ποῦ πηγαίνεις ’ς τὴ μάννα σου ΓΞενοπ. Κόσμος 81. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Μαχαιρ. 1, 460 (ἔκδ.RDawkins) «καὶ τὸ ἀπόγιομαν ἔθελα νὰ ἔρτουν νὰ μποῦν». Συνών. ἀπογεματινὴ (ἰδ. ἀπογεματινὸς Β1), ἀπομεσήμερο, δειλινό. 2) Ἐπιρρηματ., μετὰ μεσημβρίαν κοιν.: Φάγαμε κι ἀπόγεμα πεὰ φόγαμε. Νά ’ρθῃς ἀπόγεμα γιὰ νὰ τὸν βρῇς. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Μαχαιρ. 1, 636 (ἔκδ.RDawkings) «ἐκεῖ ἐγιομάτισεν καὶ ἀπόγιομαν ἐπῆγεν εἰς τὸν Λιμνάτην».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA