ἀπογεματινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογεματινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπογεματινὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀπογιˬοματινὸς Λεξ. Πρω. ἀπογεματινὴ ἡ, Ἀθῆν. -Λεξ. Βλαστ ἀπογιˬοματινὴ Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόγεμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Τὸ οὐσ. ἀπογιˬοματινὴ καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 663 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἀπογεματιˬανὸς 1,ὃ ἰδ.,σύνηθ.: Ἀπογεματινὸς περίπατος-ὕπνος κττ. Ἀπογεματινὸ φόρεμα σύνηθ. 2) Ὁ ἐργαζόμενος μόνον τὸ ἀπόγεμα, ὄχι δὲ καὶ τὴν πρωίαν, ἐπὶ ὑπαλλήλου Ἀθῆν.: Εἶμαι ἀπογεματινός. Β) Τὸ θηλ. οὐσ. 1) Ὁ μετὰ τὴν μεσημβρίαν χρόνος Ἀθῆν. -Λεξ. Βλαστ Πρω.: Πῶς ἐπέρασες τὴν ἀπογεματινή. σου; Ἡ σήμ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «καὶ μιὰν ἀπογιοματινὴ εἰς ἕνα κουτσουνάρι | ἐπῆε ’κεῖ τ’ ἀντρόγυνο ὕπνο γλυκὺ νὰ πάρῃ». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόγεμα 1. 2) Ἀπογευματινὴ συγκέντρωσις παρὰ φιλικῇ οἰκογενείᾳ ᾿Αθῆν.: Εἶμαι καλεσμένος σὲ μιˬὰ ἀπογεματινή. Συνών. ἀπογεματιανὴ (ἰδ. ἀπογεματιˬανὸς 2). 3) Θεατρικὴ παράστασις διδομένη κατὰ τὸ ἀπόγευμα Ἀθῆν.: Πῆρα εἰσιτήριο γιˬὰ τὴν ἀπογεματινή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/