ἀπογεμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογεμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογεμώνω ἀμάρτ. ἀπουγιˬουμώνου Στερελλ. (Αἷτωλ.) ἀπογεμώζω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γεμώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀπογεμίζω 2, ὃ ἴδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔπ’ ἀκόμα κρασί ἀπ’ τοὺ βαρέ’ κὶ τ’ ἀπουγιˬόμουσα Αἰτωλ. θά τ’ ἀπουγιˬουμώσου τοὺ κασσόνι μ᾿ μί καλαμπό’ αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. Θήρ.: Θ’ ἀπουγιμώσ’ ἡ γυˬάλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/