ἀπογέννι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογέννι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογέννι τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Πλάτσ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἀπουγέ’ Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογεννῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰ -ι.

Σημασιολογία

1) Κατὰ πληθ., τὰ καθ’ ἕκαστον ἔτος γεννώμενα πρόβατα, τὰ ὁποῖα διανέμονται μεταξὺ ἰδιοκτήτου καὶ ποιμένος Χίος. 2) Ἀπογεννάρι, ὃ ἰδ. Θεσσ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Πλάτσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: Εἶναι τ᾿ ἀπογέννι αὐτὸ Κεφαλλ. Τώρᾳ κιˬ αὐτὴ ἔκαμε τ’ ἀπογέννι της Πλάτσ. Ἄς εἶνι καλὰ τ᾿ ἀπουγέννι μ’, αὐτὸ θὰ μὶ θρέψ’, ἅμα γιράσου Ἄμφ. β) ᾿Εκ δύο διδύμων τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀποὺ δυˬὸ διπλάρ’κα ποῦ γέ᾿σι ἡ μάννα τ᾿ αὐτὸς εἶνι τ’ ἀπουγένν’ γ) Ἀπογεννίτης, ὃ ἰδ., Λεξ. Δημητρ. 3) Τὸ παρακαίρως γεννηθὲν τέκνον καὶ διὰ τοῦτο ἀτροφικὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἐφταμηνίτικο. Ἀντίθ. καιρούσικο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/