ἀπογεννίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογεννίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπογεννίτης ὁ, Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπογέννι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης.
Σημασιολογία
Τὸ τελευταῖον ᾠόν, τὸ καὶ μικρότερον τῶν ἄλλων, τὸ ὁποῖον γεννᾷ ἡ ὄρνις, ὅταν παύῃ προσωρινῶς νὰ γεννᾷ. Συνών. ἀπογέννι 2γ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA