ἀπογεννῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογεννῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογεννῶ Ἤπ. Χίος -Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀπογεννοῦ Τσακων. ἀπουγιννῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ.(Μάδυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) ἀπογεννάω Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) ἀπουγιννάου Ἤπ. (Χουλιαρ.) ’πογεν-νῶ Κύπρ
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γεννῶ. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀπογεννῶ=γεννῶ, παράγω ἀπό τινος.
Σημασιολογία
1) Παύω νὰ γεννῶ, στειρεύω Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) Τσακων.: Γεννοβόλαγε τόσο gαιρό, τώρᾳ γέννησε κιˬ ἀπογέννησε (ἐγέννησε διὰ τελευταίαν φορὰν ἀποκλειομένου νεωτέρου τοκετοῦ διὰ τὴν προβεβηκυῖαν ἡλικίαν) Μάν. Ἡ δεῖνα ἀπουγέ’σι πεὰ Χουλιαρ. Ἁ γουναῖκα μι ἀπογεννάτζε πλέα (ἡ γυναῖκα μου ἔπαυσε πλέον νὰ γεννᾷ) Τσακων. || Φρ. Γέ’σι κιˬ ἀπουγέ’σι αὐτεί’ τώρᾳ (ἐγέννησε καὶ μετὰ τὸν τελευταῖον τοκετὸν ἀπέθανε) Αἰτωλ.|| Παροιμ. Ὁ Γεν-νάρις γεν-νᾷ ταὶ ’πογεν-νᾷ (ὁ Ἰανουάριος εἶναι λίαν εὐμετάβλητος μὴν) Κύπρ. β) Παύω προσωρινῶς νὰ γεννῶ Λεξ. Δη μητρ.: Ἀπογεννήσαν οἱ κόττες. 2) Ἀποπερατῶ, ἀποτελειώνω τὸν τοκετὸν Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος -Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.: Ἐπογεννήσαν οἱ προβατῖνες Χίος Δὲν ἀπουγέ’σι ἀκόμα ἡ δεῖνα Χουλιαρ. Ἀπουγέ’σαν τὰ πρόατα Αἰτωλ. Ἀπουγέ’σαν τὰ γίδιˬα Ζαγόρ. Συνών. ξεγεννῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA