ἀπόγερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόγερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόγερμα τό, Ἄνδρ. -Λεξ. Δημητρ. ᾿πέγειρμα Λῆμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογέρνω.

Σημασιολογία

1) Καμπή, στροφὴ τῆς ὁδοῦ Ἄνδρ. β) Ἀπόκλισις πρὸς τὴν δύσιν Λεξ. Δημητρ.: ’Σ τ’ ἀπόγερμα τοῦ ἡλιˬοῦ. 2) Ἐπικλινὲς μέρος, κατωφέρεια Λῆμν.: ’Κεῖ ποῦ ᾽νι τοὺ χουράφ᾽ μας δὲν εἶνι ἴσουμα, ἔρχιτι ᾿πέγειρμα. Συνών. πλαγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/