ἀπογεύομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογεύομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογεύομαι Ἄνδρ. Θήρ. Σίφν. Χίος κ.ἀ-Α ’Εφταλ. Μαζώχτρ. 160 ἀπογεύουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀπογεύγομαι Χίος (Καρδαμ. Χαλκ.) ἀπουγεύγουμι Κυδων. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπογεύομαι. Ὁ τύπ. ἀπογεύγομαι καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Γενόμενος μικράν τινα ποσότητα ἔκ τινος φαγητοῦ ἢ ποτοῦ δοκιμάζω τὴν ποιότητα αὐτοῦ, ἂν εἶναι δηλ ἁλμυρόν, γλυκὺ κττ. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ) Χίος (Καρδαμ. Χαλκ. κ.ἀ.): Ἀπογέψου τὸ φαγεῖ Χίος Απογεύτηκα τὸ φαεῖ αὐτόθ. Ἀπουγεύγουμι τοὺ φαγεῖ Παμφιλ || Παροιμ. Ἄγουρίδα ρέγεται, μὰ δὲν τὴν ἀπογεύεται (ρέγεται=ὀρέγεται, ἐπιθυμεῖ. Ἐπὶ τοῦ ἐπιζητοῦντος ἀνώτερα τῶν δυνάμεών του) Χίος. Καὶ παθ. ἐν τῷ γ’. προσώπ., δοκιμάζεται διὰ τῆς γεύσεώς τι Χίος: Παροιμ. Ἡ θάλασσα δὲν πίνεται, μόνον ἀπογεύεται (μετὰ πολλῆς περισκέψεως πρέπει νὰ δοκιμάζεται ἡ θάλασσα, διότι ἐνέχει πολλοὺς κινδύνους). β) Δοκιμάζω ἁπλῶς Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 160: Τὴν ἀπογεύτηκε τὴν ἀληθινὴ τὴν καλοτυχιˬά. 2) Ἀποπερατῶ, ἀποτελειώνω τὸ γεῦμά μου Ἄνδρ. Θήρ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. κ.ἀ.: Ὅ,τι ἀπογευτήκαμε. ἦρθε Ἄνδρ. Τώρα ἀπογεύτηκα Λακων. Ἀκόμη ἔν ἠπογεύτηκες; Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/