ἀπογιˬαβανοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογιˬαβανοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογιˬαβανοῦμαι Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. γιˬαβάνι.
Σημασιολογία
1) Τρώγω ἄπαχα, νηστήσιμα φαγητὰ Πόντ. (Σάντ.) 2) Καθίσταμαι ἀπαχος, ἰσχνὸς Πόντ. (Κοτύωρ.): Πάντα λάχανα, πάντα λάχανα, ἐπεγιˬαβανώθαμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA