ἀπογκαβίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογκαβίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογκαβίζω ἀμάρτ. ἀποκαιˬδίζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γκαβίζω, παρ’ ὃ καὶ καιˬδίζω.
Σημασιολογία
Ἀλληθωρίζω τελείως, γίνομαι τελείως παραβλώψ: Παροιμ. Ὅπο͜ιος μὲ στραβὸ καθίσῃ | τὴν αὐγίτσ’ ἀποκαιδίζει (ὁ συναναστρεφόμενος μὲ κακοὺς θὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς κακός. Συνών. παροιμ. ὅπο͜ιος κάτσῃ μὲ στραβὸ τὸ πρωὶ ἀλληθωρίζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA