ἀπογλακῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλακῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλακῶ Κρήτ. Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλακῶ. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 1059 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Καταδιώκω τινὰ δρομαίως, κυνηγῶ τινα τρέχων ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀπογλάκηξα, ἀλλὰ δὲ dὸν ἔπιασα Κρήτ. || ᾎσμ. Μπαίνουν καὶ τσοὶ ζυγώνουνε κιˬ ὡσὰ bουλλιˬὰ πετοῦσι καὶ τσοὶ ἀπογλακούσανε καὶ παίρνουν ἴσιˬα μέσα αὐτόθ. Ἐξε τὸν καταφτάξανε καὶ τὸν ἀπογλακοῦνε αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἕνθ’ ἀν. «καὶ σὰ θεριˬὸ τσ’ ἀπογλακᾷ, σὰ δράκως τσοὶ ζυγώνει». 2) Τρέχω ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐπὶ παιδίων Κρήτ. 3) Ἀπαυδῶ τρέχων Κρήτ.: Ἀπογλάκησα πεˬὰ ἀπὸ τὸ δρόμο. 4) Μεταφ. Παρακμάζω σωματικῶς καὶ. διανοητικῶς Κρήτ.: Αὐτὸς ἀπογλάκησε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA