ἀπογλείφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογλείφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογλείφω Χίος -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ.Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Μετοχ. ’πογλειμμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλείφω.

Σημασιολογία

1) Γλείφω, λείχω τι ἐντελῶς Χίος -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Πεῖνα ποῦ τὴν εἶχε! ἐπόγλειψε τὸ πιˬάττο! Χίος. Πβ. *ἀναπογλείφω, γλείφω. 2) Μετοχ., λιπόσαρκος, ἰσχνὸς Κύπρ.: Φρ. Βρέ, ’πογλειμμένε τοὺς ἀνεράδους! (τῶν νεράιδων, ἀπὸ τὰς νεράιδας. Πιστεύεται ὅτι τοὺς τοιούτους λιποσάρκους ἄνδρας ἢ συνηθέστερον βρέφη τοὺς γλείφουν αἱ νεράιδες καὶ τοὺς καθιστοῦν τοιούτους). Συνών. ἀδύνατος 1β, ἄθρεφτος 2, ἀπάστωτος 2, ἀπάχετος, ἄπαχος 1, ἄτροφος, λε͜ιανός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/