ἀπογλουπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογλουπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογλουπίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλουπίζω.

Σημασιολογία

1) Τελείως ἐκλεπίζω, ἐπὶ φλοιοῦ δένδρου ἔνθ’ ἀν.: Τ’ αἰΐδ ἐπεγλούπ’σαν τὸ δεντρὸν (αἰΐδ=αἰγίδια, κατσίκια) Χαλδ. Συνών. ξεφλουδίζω. 2) Ἐκδέρω τελείως ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεγλουπίεν τῆ μουλάρι’ ἠ ρά (ράχις) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/