ἀπογλυτρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλυτρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλυτρώνω ΙΒηλαρ. Ποιήμ. 8
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλυτρώνω.
Σημασιολογία
Ἐλευθερώνω τινά, ἀπολυτρώνω: Ποίημ. Παρακαλεῖ τὸν οὐρανὸ νὰ τὸν ἀπογλυτρώσῃ. Συνών. γλυτῶνω. Πβ. ἀπογλυτώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA