ἀπογνωσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογνωσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπογνωσιˬὰ ἡ, Πάρ. ’πογνωσιˬὰ Ρόδ. ἀπαγνωσιˬὰ Νάξ. (Βόθρ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ. κ.ἀ.) Σῦρ. ἀπαγνουσιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόγνωσις.

Σημασιολογία

1) Ἀπελπισία, ἀπόγνωσις Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. 2) Τὸ νὰ μὴ ἔχῃ τις γνῶσιν, νὰ μὴ ἐνθυμῆται τὰ γενόμενα, οἷον μεγάλην συμφοράν, θάνατον προσφιλοῦς κττ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Φρ. Ἡ Θεˬὸς νὰ σὶ δέκ᾽ ἀπαγνουσιˬά! (εὐχὴ ἐπὶ μεγάλης συμφορᾶς ἢ θανάτου). β) Καθησύχασις Πάρ. (Παροικ.): Τοῦ ’δωσε ἀπαγνωσιά. 3) Παραπλάνησις τῆς γνώμης τῶν ἄλλων, ἔντεχνος ἀπάτη Νάξ. (Βόθρ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ. κ.ἀ.) Σῦρ.: Μ’ ἀπογνωσιˬὰ μοῦ τὰ πῆρε Πάρ. Δὲν εἶχε σκοπὸ ν᾿ ἀγοράσῃ τὸ χωράφι καὶ μοῦ ’δωκε καπάρρο γιˬ᾿ ἀπαγνωσιˬὰ Σῦρ. Τὸ κάνει γιˬ᾿ ἀπαγνωσιˬὰ Βόθρ. Συνών. γελασιˬά, γέλασμα, ξεγέλασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/