ἀπογομαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογομαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογομαριˬάζω, ἀπογομαρζω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γομαριˬάζω.
Σημασιολογία
᾿Εκφορτώνω: Ἐπήγανε ’ς σ’ ὁσπίτ’ ’ σοῦ κιˬοσέ, τὸ καρβών ἐπεγομαρσε, ἐπῆρε τ’ ἄλογο τὸ παιδὶ νὰ πάῃ (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀποφορτώνω, ξεφορτώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA