ἀπογονίκιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογονίκιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογονίκιˬα τά, ἀμάρτ. ’πογονίκιˬα Ἤπ. ᾿πουγουνίκιˬα Ἤπ. Μακεδ. ’μπογονίκιˬα Ἤπ. ’bουγουνίκιˬα Ἤπ.(Ζαγόρ.) ’πουγανίκιˬα Μακεδ. (Ἀνασελ. κ.ἀ.) ’μπουγανίκιˬα Μακεδ. (Ἀνασελ. κ.ἀ.) ’μπουκανίκιˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’μπογονίκο τό, Ἤπ. (Χιμάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπογόνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίκιˬα πληθ. τοῦ -ίκι. Τὸ α ἐν τοῖς τύπ. ’πουγανίκιˬα καὶ ’μπουκανίκιˬα ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ Ἀλβαν. πογανίκου. Πβ. ΝΠολίτ. ἐν Ἐπιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 2 (1905/6) 157.

Σημασιολογία

1) Ἑστίασις ἐπὶ τῇ γεννήσει ἢ βαπτίσει τέκνου ἔνθ’ ἀν. 2) Δῶρα παντοειδῆ, οἷον ἐκλεκτὰ ἐδέσματα, ἐνδύματα, κοσμήματα κττ., προσφερόμενα πρὸς τὴν ἀρτιτόκον μητέρα ἢ τὸ τέκνον ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/