ἀπογουλάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογουλάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπογουλάρι τό, ἀπογ’λάρ’ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. γούλα καὶ τῆς καταλ. -ἀρι. Πβ. καὶ ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ. 47 (1937) 77 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὑπόλειμμα ποτοῦ, ἀρτου ἢ ἄλλης τροφῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἐδῶκες με τ’ ἀπογ’λάρ’ νὰ τρώγω; Τραπ. ᾿Εγὼ ἀπογ’λάρ ’κὶ τρώγω Ὄφ. Συνών. ἀποπότι, ἀποφάει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA