γύριση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύριση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γύριση ἡ, Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Κύπρ. Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Κόκκιν. Μεσσην. Παππούλ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γύρισ᾿ Θεσσ. (Τρίκερ.) γύρ᾿ση Λῆμν. γύρ᾿σ᾿ Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ στροφὴ Καλαβρ. (Γαλλικ.) Κύπρ.: Ἔκαμε γύριση τ᾿ ἀνdὶ Γαλλικ. ᾎσμ. ᾿Σ τὴ γύρισην dοῦ μαύρου του βρίσκει τὴμ Μαρουλ-λοῦν dου. 2) Ἡ περιοδικὴ ἐπάνοδος τοῦ χρόνου Λέσβ.: Ζήσαμι ἕνα χρόνου τσὶ πά᾿ ᾿ς τ᾿ γύρ᾿᾿ τ᾿ς χρουνιˬᾶς λουγουφέραμι. Μὶ d᾿ γύρ᾿᾿ τ᾿ς χρουνιˬᾶς θὰ κλείσου τὰ τριάντα αὐτόθ. Συνών. γυρισιˬὰ 4, γύρισμα 4. β) Ἡ μετὰ τὴν πανσέληνον φάσις τῆς σελήνης Θεσσ. (Τρίκερ.) Κύπρ. Λῆμν. Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Κόκκιν. Μεσσην. Παππούλ.) : Ἔχομεγ - γύρισην τοῦ φεγγαριˬοῦ Κύπρ. Τώρα τὸ φεγγάρι εἶναι ᾿ς τὴ γύριση· αὔριο, μεθαύριˬο θὰ κάμῃ νέο Μεσσην. Αὐτὸ ἦταν ᾿ς τ᾿ γύρισ᾿ τ᾿ φιγγαριˬοῦ Τρίκερ. Πβ. λείψη, χάση, φέξη. 3) Τὸ ἐξ ἰλίγγου προκαλούμενον αἴσθημα στροφῆς Τσακων. (Χαβουτσ.) : Βρίσκα μ᾿ γύριση (μὲ καταλαμβάνει ἴλιγγος). Συνών. γυρίδα 3, φούρλα 4) Ἡ ἀναδίπλωσις τοῦ κρασπέδου ἐνδύματος καὶ ὑφάσματος ἐν γένει Μακεδ. (Χαλκιδ): Κάνου γύρ᾿᾿. Συνών γύρισμα 13β, στρίφωμα. 5) Ἀλλαγὴ κατευθύνσεως Καλαβρ. (Γαλλικ.) κ.ἀ.: Σὰμ bοτίτζουν, gάν-νουν dὴν gύριση τοῦ νεροῦ ἀν dό ᾿να αὐλάκι στ᾿ ἄḍ-ḍο (= ἄλλο) 6) Κλίσις, πρὸς τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἢ τῶν ἄστρων Καλαβρ. (Γαλλικ.) 7) Καμπὴ Καλαβρ. (Γαλλικ. κ.ἀ.) Ἐκεῖν᾿ ὁ χριστιανὸ πάει κ᾿ ἔκαμε τὴν gύριση, ᾿ὲφ-φαίνεται πλέο Γαλλικ. 8) Τὸ σύνορον ἀγροῦ, μάνδρας σηκοῦ κ.τ.τ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Τὰ πρόβατα δελέτσασι ᾿ς τὴν gύριση καὶ τρώγουσι (= τὰ πρόβατα συνεκεντρώθησαν εἰς τὰ σύνορα τῆς μάνδρας καὶ βόσκουν) Μπόβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA