ἀπόγραμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγραμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόγραμμα τό, Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Στέρν.) Κρήτ. Πελοπν (Σουδεν. Φιγάλ. κ.ἀ.) ’πόγραμμα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πελοπν. (Λακων. Λάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπογράφω.
Σημασιολογία
1) Καταγραφὴ προικὸς Θρᾴκ. (Στέρν.) 2) Ἡ ἐπὶ τοῦ φακέλλου τῆς ἐπιστολῆς ἐπιγραφὴ τῆς διευθύνσεως τοῦ παραλήπτου Ἤπ. Θεσσ. Κρήτ Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Σουδεν. Φιγαλ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Ἀπόξω λέει τ’ ἀπόγραμμα καὶ μέσα λέει τὸ γράμμα ᾿Ηπ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Σουδεν. Φιγάλ. κ.ἀ.) Συνών. ἀπανώγραμμα, ἀπανωγραφή. 3)’Επιστολή, γράμμα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ) Βιθυν. Κρήτ.: Νὰ πά’ νὰ τοῦ πῇς νὰ σοῦ δώκῃ ἀ τὸ χέρι του ἕνα ’πόγραμμα πῶς δὲ θὰ μὲ πειράξῃ (ἐνν. ὁ βασιλεˬάς. ᾿Εκ παραμυθ.) Βιθυν. || ᾎσμ. Καὶ γράφει καὶ ’ς τ’ ἀπόγραμμα τρὰ λόγιˬα καὶ τοῦ λέει Κρήτ. ’È dο καὶ τ’ ἀπόγραμμά μου | ἁποὺ τό ’χω 'ς τὰ μαλλιˬά μου (ἔ dο=ἰδού το) αὐτόθ. Τώρᾳ γραφὴ μὲ στέρνει, τώρ’ ἀπόγραμμα Σωζόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA