ἀτσίγγρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσίγγρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσίγγρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀτσούγγρωτος Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπ. *τσιγγρωτὸς < τσιγγρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κλαυθμυρίζων Πόντ. (Κερασ.) 2) Μεταφ. ὁ μὴ παραπονούμενος. ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν ἔνθ’ἀν. 3) Ὁ μὴ ἐκδηλῶν τὴν δυσαρέσκειάν του διὰ μορφασμῶν, αὐτὸς ποῦ δὲν κατσουφιάζει Ποντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA