ἀτσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσίδι τό, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Κωνπλ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀτσίδ’ Ἄθ. Σάμ. κ.ἀ. ἀτσί Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσίδα. Ὁ τύπ. ἀτσί ἐκ τοῦ ἀτσίι.

Σημασιολογία

1) Ἀτσίδα 1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σάμ Φρ. Γίνομαι ἢ εἶμαι ἀτσίδι (ἔχω ἰσχυρὰν ὑγείαν) Κρήτ. 2)Εἶδος μύρμηκος ἐκ τῶν φωλευόν των εἰς τὰ δένδρα καὶ δακνόντων Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/