ἀτσιδοκομμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιδοκομμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσιδοκομμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀτσιδοκόβομαι.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ κόψῃ, νὰ πνίξῃ ἡ ἀτσίδα: Σκάσε πεˬά, ἀτσιδοκομμένο, ᾽ιˬὰ θὰ σὲ πιˬάσω καὶ θὰ σὲ χτυπήσω χάμαι νὰ σκάσῃς! Ἦρθεν ἕνας ἀτσιδοκομμένος πετεινὸς κ᾽ ἐξελόιˬσε τζ’ ὄρνιθες. Συνών. ἀτσιδολαβωμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA