ἀπογρίπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογρίπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογρίπι τό, Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γρῖπος.
Σημασιολογία
1) Ὁ τελευταῖος κόμβος τοῦ σχοινίου τοῦ ἁλιευτικοῦ γρίπου, εἴδους ἁλιευτικοῦ δικτύου: Ἐπέσαμε ’ς τ’ ἀπογρίπι. 2) Ἀβαθὲς μέρος θαλάσσης: Ρίξαμε τὴν τράτα ’ς τ’ ἀπογρίπι. Πβ. γρῖπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA