δαυλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαυλάκι τό, Κρήτ. δαυάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Γ. Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1 (1900), 241 - Λεξ. Δημητρ. δαυλά᾿ Θεσσ. (Τρίκερ.) Στερελλ. (Χρισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Ὁ μικρὸς δαυλὸς Θεσσ. (Τρίκερ.) Κρήτ. - Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν.: Πᾶρε ᾿φτόιˬα τοὺ δαυλά᾿ κὶ βάλ᾿ του σ᾿ν ἄκρ᾿, μὴν πέσ᾿ καταῆ κὶ καοῦμε Τρίκερ. Λησμονοῦσε νὰ ξαιθαλίσῃ τ᾿ ἀποκαμένα λιγοστὰ δαυλάκιˬα της Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Τὸ μικρὸν εὔφλεκτον ξύλον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Χρισ.): Μπρή, ᾿ιˬά συβάλετε τὴ φωθιˬά, ᾿ιˬὰ θὰ σβήσῃ, δὲ dὴ θωρεῖτε; ᾿ιˬὰ φέρτ᾿ ἕνα δαυάκι ἀκόμα Ἀπύρανθ. Βάζαμι μ᾿κρὰ δαυλάκιˬα κὶ πιλικοῦδις κὶ καίγανι Χρισ. Συνών. δαδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/