δαυλάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαυλάρι τό, Κρήτ. δαυλάρ᾿ Θάσ. Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς δαυλός, ἀνημμένος ἢ ἡμίκαυστος Θάσ. Ἴμβρ. Κρήτ.: Βάλε δυˬὸ πασσουκλίδιˬα ᾿ς τὴ φωθιˬά, ν᾿ ἁρπάξουν καὶ τὰ δαυλάριˬα Κρήτ. Ξεκαρβούνισε τὰ δαυλάριˬα ῾ς τὴν παρασθιˬά, γιὰ νὰ ᾿ξάψουνε αὐτόθ. Σὰ δαυλάριˬα μαυρίσαν τὰ πουδάριˬα σ᾿ Θάσ. || ᾊσμ. Ὁ γ-εἷς τσῆ κόλλα μὲ πηλὸ κιˬ ὁ ἄλλος μὲ χαλίκι κ᾿ ἡ μάννα τζη τσῆ κόλλανε μ᾿ ἕνα χοντρὸ δαυλάρι Κρήτ. 2) Ὁ ἀποκεκομμένος λεπτὸς κλάδος ἀγρίου δένδρου, χρησιμεύων ὡς καύσιμος ὕλη Κρήτ.: Τὰ δαυλάριˬα μὲ τὰ χοdρὰ ξύλα ἅφτουνε καλύτερα. Ἤκοψε μιˬὰν ξερὴ ἀμυγδαλιˬὰ κ᾿ ἤβγαλε πέντε γομάριˬα δαυλάριˬα. Βάλε ἕνα δαυλάρι ᾿ς τὴ φωθιˬά, νὰ μὴ σβήσῃ. β) Μεταφ., ὁ δαρμός, τὸ ξυλοκόπημα, τὸ ξυλοφόρτωμα Κρήτ.: Τὸν ἤπιˬασε καὶ τοῦ ᾿δωκε ἕνα δαυλάρι, ποὺ δὰ τὸ θυμᾶται!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA