ἀπογυναικώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογυναικώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογυναικώνομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.)-ΓΣουρῆ Απαντ 1,147 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπογυναικοῦμαι Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπογυναικοῦμαι.

Σημασιολογία

1) Μεταβάλλομαι εἰς γυναῖκα κατὰ τοὺς τρόπους καὶ τὰ ἤθη Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. Μεσσ.) Πόντ. (Τραπ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Μπίτι μπίτι ἀπογυναικώθηκε αὐτὸς Ἀρκαδ. Ἄσε τον τὸν ἀπογυναικωμένο Μάν. Συνών. γυναικώνομαι. 2) Καταντῶ ἕρμαιον, ὑποχείριος γυναικὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Αὐτὸς ἀπογυναικώθηκε Μεσσ. 3) Νυμφεύομαι ΓΣουρῆς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τῶν κυριῶν τἁ λοῦσα νὰ πάνε νὰ χαθοῦν, γιˬατὶ μ’ αὐτὴ τὴ μόδα οἱ κύριοι τρομάζουν καὶ δὲν ἀποφασίζουν ν᾽ ἀπογυναικωθοῦν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/