δαυλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαυλιˬὰ ἡ, Μακεδ. (Βόιον Σιάτ.) - Α. Ἐφταλ., Μετάφρ. Ὀδ., Τ 69 - Λεξ. Δημητρ. dαυλιˬὰ Θρᾴκ. ἐνταβελιὰ Τσακων. (Μέλαν.) γαυλέα Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Δαυλὶ 1, τὸ ὁπ. βλ., Θρᾴκ. Μακεδ. (Σιάτ.) 2) Τὸ διὰ τοῦ δαυλοῦ κτύπημα Κάρπ. Μακεδ. (Βόιον) - Α. Ἐφταλ. ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Δημητρ. : Ποίημ. Ἡ τάχα θὲς μὲ τὶς δαυλιˬὲς νὰ πεταχτῇς ᾿ς τὸ δρόμο; Α. Ἐφταλ., ἔνθ᾿ ἀν. 3) Τὸ διὰ βεβρεγμένου πανίου, τῆς πάνας, καθάρισμα τοῦ δαπέδου τοῦ φούρνου ἀπὸ τὴν ἀνθρακιὰν Λεξ. Δημητρ. Συνών. πάνισμα. 4) Ἡ ἀνακίνησις τῶν καιομένων ἐν τῇ πυρᾷ δαυλῶν πρὸς ἀναζωπύρωσιν ταύτης Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/