ἀτσιδοφαγωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιδοφαγωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσιδοφαγωμένος ἔπίθ. ἀμάρτ. ἀτσιδοφαωμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσίδα καὶ τοῦ φαγωμένος μετοχ. τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ τὸν φάγῃ ἡ ἀτσίδα, ὰρατικῶς ἐπὶ ζῴων: Ὤ, τ᾽ ἀτσιδοφαωμένο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA