ἀπογύρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογύρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογύρι τό, Ζάκ. Κεφαλλ. -ΑΛασκαράτ. Στιχουργ. 236 -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. ἀπουγύρ’ Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀπογιούρι Πελοπν. ’πογύριν Κύπρ. ’ποΰριν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόγυρος.

Σημασιολογία

1) Πορεία, δρόμος γινόμενος στροφάδην, κυκλοτερῶς καὶ οὐχὶ κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμήν, λοξοδρομία Κύπρ. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.: Νὰ πάμεν ’ποὺ τὸ συντόμιν, γιˬατὶ ᾽ποτεῖ ἔν᾽ ᾿ποΰριν Κύπρ. || Παροιμ. Τὸ πογύριν ἔει μίλιν, | τὸ συντόμιν ἔει δκυˬὸ (ὁ διὰ πλαγίων καὶ ἠπίων μέσων ἐνεργῶν ἐπιτυγχάνει ἀσφαλέστερον καὶ συντομώτερον τοῦ σκοποῦ του) Κύπρ. Συνών. ἀναγυρίδα 1, ἀνάγυρος (I) 1, ἀπογυρίδα 1, ἀπογύρισμα 1, ἀπόγυρος 1. Πβ. ἀναγυρία. β) Μεταφ. περιστροφή, ἑλιγμός, ἐπὶ λόγου Κεφαλλ. Κύπρ. -Λεξ. Βλαστ.: Τοῦ τὸ εἶπα μὲ τὸ ᾿ποΰριν! Κύπρ. Πές το ξάστερα, ἐγὼ δὲ bορῶ νὰ καταλάβω αὐτὰ τ᾿ ἀπογύριˬα! Κεφαλλ. Ἄφησε τ’ ἀπογύριˬα! Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἀπογυριὰ 1, ἀπογύρισμα 1 β. 2) Μέρος ἀπόκεντρον Πελοπν. Συνών. ἀπόγυρος 2. 3) Ἄνεμος πνέων οὐχὶ διαρκῶς ἐξ ἑνὸς σημείου, ἀλλ’ ἐκ διαφόρων διευθύνσεων Ζάκ. 4) Περίοδος, γῦρος Κεφαλλ.-ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἐκάνανε οἱ γυναίκες τ’ ἀπογύρι συντροφιˬὲς συντροφιˬὲς ’ς τὴ χώρα ἀντάμι ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπογυρίδα 2, βόλτα, γῦρος. 5) Μακρὰ περίοδος, ἀχανὴς ἔκτασις Κύπρ.: ᾎσμ. Τόσον ᾿πογύριν θάλασσα πότε νὰ τὴν-ε-φράξω; 6) Τὸ περιλάκκωμα τῆς ἀμπέλου Κύπρ.: Πάμεν ᾿ς τὸ ’ποΰριν. Συνών. ἀπόγυρος 4. 7) Περίφραγμα ἐκ καλάμων ἐν τοῖς ἰχθυοτροφείοις πρὸς ἀπόκλεισιν καὶ ἀλιείαν ἰχθύων Στερελλ. (Μεσολόγγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/