ἀπογυρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογυρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιατικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπογυρίδα ἡ, Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Πάρ. Τῆν κ. ἀ. ἀπογνρ’δὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπογυρία Κάρπ. ἀποϋρίδα Θήρ. ᾿Ικαρ. Κάρπ. ἀποϋρδὰ Πάρ. (Λεῦκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόγυρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.
Σημασιολογία
1) Ἀπογύρι 1, ὃ ἰδ., Ἀμοργ. Ἄνδρ. Κρήτ. Κύθν. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Τῆν. κ.ἀ.: Πάμε ἀπὸ τὸ bοταμὸ γιὰ νὰ μὴ gάνωμε ἀπογυρίδα Ἄνδρ. Ἔκαμα ἀπογυρίδα καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ ἄργησα Ἀμοργ. Κάνω ἀπογυρ’δὰ Πάρ. (Λεῦκ.) || ᾎσμ. Ἐμάθα dο πῶς σ’ ἀγαπῶ κ᾿ ἐστέσα dὴ bαΐδα, μὰ ’γώ ’μουνε μαργιˬόλικο κ᾿ ἔκαμ' ἀπογυρίδα Κρήτ. β) Καμπὴ δρόμου ᾿Ικαρ. Πβ. ἀπογύρισμα 2. 2) Ἀπογύρι 4, ὃ ἰδ., Θήρ. Κάρπ. κ.ἀ.: Κάνε μιὰν ἀπογυρίδα κ’ ἔλα Θήρ. || ᾎσμ. Μπαίνει ᾿ς τὸ φόρο, πορπατεῖ καὶ κρουφοκαμαρώνει καὶ κάν’ ἀποδέααστικὴ καὶ κάν’ ἀποϋρία Κάρπ. 3) Περίμετρος, περιφέρεια Θήρ. Συνών. ἀπόγυρος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA