γῦρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γῦρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γῦρο ἐπίρρ. κοιν. γῦρου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γύρου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. γῦρουν Λυκ. (Λιβύσσ.) ζῦρο Φολέγ. ζῦρου Λέσβ. ᾿ύρου Κάλυμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬοῦρο Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Γελίν. Λιγουρ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬούρου Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Κουρ. Ὄρ.) Πόντ. (Οἰν.) ὀγύρου Κρήτ. (Βιάνν.) γυροῦ Κρήτ. (Χαν.) γιˬουροῦ Κρήτ. (Σφακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς αἰτιατ. τοῦ οὐσ. γῦρος λαβούσης ἐπιρρηματικὴν χροιὰν διὰ τῶν φρ. πάω γῦρο, φέρνω γῦρο. Κατὰ τὸν Γ. Ψυχάρ. (Ρόδ. καὶ μῆλα 1, 163) ὡς προερχόμενον ἐκ τῆς δοτ. τοῦ οὐσ. γῦρος- γύρῳ > γύρω καὶ κατὰ τὰ εἰς -ω ἐπιρρ. ἐπάνω κ.ἀ. Τὴν γραφὴν γῦρο, προερχομένην ἐκ τῆς αἰτιατ. τοῦ οὐσ. γῦρος, δέχεται ὁ Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), 224, Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Θεσσαλον. 1 (1927), 20. Οἱ νοτιοελλαδικοὶ τύπ. εἰς –ου καθὼς καὶ ὁ Ποντιακὸς προέρχονται ἐκ τῆς γεν. γύρου ὡς τὸ ἐπίρρ. αὐτοῦ. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), 204.

Σημασιολογία

1) Πέριξ, κύκλῳ, περιφερικῶς. Συνήθως ἀναδιπλούμενον πρός ἐπίτασιν κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. Γῦρο ἀπὸ τὸ χωριˬὸ ἔχει πολλὰ δέντρα. Φέρνει βόλτες γῦρο ἀπὸ τὸ σπίτι. Κάθισαν ὅλοι γῦρο ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ ἄρχισαν τὸ φαγοπότι. Κοίταξε γῦρο, μὴν ἔρχεται κανένας κοιν. Ἔλα γύρου - γύρου γιˬὰ νὰ μὴ ρίξῃς τὰ σπαρμένα (πέρασε ἀπὸ τὴν ἄκραν τοῦ ἀγροῦ) Μῆλ. Ἤτανε γιˬούρου- γιˬούρου γιˬαλὸς ταὶ πόθενε bρὸς ὁ τοῖχος (πόθενε bρὸς = πρὸς τὰ ἔμπροσθεν) Μέγαρ. Δῶ χάμου οἱ σουτσὲς θέλουνε γιˬοῦρο κοπρέα Εὔβ. (Κουρ.) Γύρου - γύρου ᾿ς τὸ σπίτι βάλαμε τσακίλιˬα (= χαλίκια) Κύπρ Γῦρο - γῦρο ᾿ς σὸν παχτσὰν ἐποῖκεν ἕνα φραχτὴν (πέριξ τοῦ κήπου ἔκαμαν ἕνα φραχτὴν) Χαλδ. Νὰ θωρᾶμ᾿ τὸ δεντρὲ τὸ στάθι πὴ μαζώτ᾿ γῦρο - γῦρο (νὰ ἴδωμεν τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου, ἡ ὁποία συνεκεντρώθη πέριξ αὐτοῦ) Τσακων. Ἤπσασεν τζ᾿ ἐστόλισεν dὴν gόρη γύρου-γύρου μὲ τ᾿ ἄτθη (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Θέλει νὰ τοῦ κάμῃ ᾿ύρου-᾿ύρου κουμοῦλλες χρουσὲς (ἐκ παραμυθ.) Κάλυμν. || Φρ. Φέρνω γῦρο (περιέρχομαι) κοιν. Ἔφερα γῦρο τὴν ἀγορὰ γιˬὰ ἕνα λεμόνι (περιῆλθον ὅλην τὴν ἀγορὰν) κοιν. Φέρνου γύρου (περιστρέφω τι) Ἕνα λιθάρ᾿ βάνουμ᾿ ἀποκάτ᾿, ἄλλο ἀποπάν᾿ κί τοὺ φέρνουμ᾿ γύρου ἐνιαχ. Κάνω γύρου-γύρου (περιστρέφομαι) Κρήτ. (Μεραμβ.) Τὸ φέρνω γῦρο - γῦρο (προσπαθῶ νὰ εἴπω τι πλαγίως) ἐνιαχ. Συνών φρ. Τὸ φέρνω ἀπ᾿ ἔξω - ἀπ᾿ ἔξω. Ὁ τσαιρὸς τὰ φέρνει γιˬούρου-γιˬούρου γιὰ βρουχὴ (βαίνει πρὸς βροχὴν) Μέγαρ. Τὰ φέρνω γῦρο (ἐξοικονομῶ τὰ πρὸς τὸ ζῆν) πολλαχ. Ἔχω γῦρο μου κάποιον (ἐπὶ ἠθικῆς συμπαραστάσεως) κοιν. ᾿Σ τὴν ἀνάγκη του δὲν εἶχε γῦρο του κανέναν Ἀθῆν. || Παροιμ. φρ. Μὴν τὰ φέρνῃς γῦρο (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων δι᾿ ὑπεκφυγῶν ν᾿ ἀποφύγωσιν τὴν ἐκτέλεσιν ἀναγκαίου ἔργου) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 271. || Παροιμ. Γερὸς τοῦ γύρου - γύρου (ἐπὶ τῶν ἐχόντων εὐεξίαν κατ᾿ ἐπίφασιν, ἀληθῶς δὲ καχεκτούντων) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 621. Ὅγο͜ιος πάει γῦρο-γῦρο | πάει σπίτι μὲ τὸν ἥλιˬο (ἐπὶ τῶν βραδέως ἀλλὰ σταθερῶς ἐνεργούντων) Πελοπν. (Κόκκιν.) Συνών. Ὅγοιος πάει ἀνάγυρα, πάει σπίτι του. || Γνωμ. Γῦρου-γῦρου τοῦ Χριστοῦ | ἡ κουρφὴ τοῦ χειμουνιˬοῦ Θεσσ. || Αἴνιγμ. Γῦρο-γῦρο κρέας καὶ ᾿ς τὴ μέση σίδερο (ὁ ὀβελίας ἀμνός ἢ τὸ ἐνώτιον) Πελοπν. (Παππούλ.) || ᾌσμ. Νὰ πέσουν d᾿ ἄνθη ἀπάνω μου, τὰ ρόδα ᾿ς τὴ bοδιˬά μου, καὶ τὰ χρυσᾶ dραdάφυλλα γύρου-γύρου ᾿ς τὰ μαλλιˬά μου Ἴος. Μὲ γειˬά dου, ἁποὺ τὴν ἔστρωνε κιˬ ἁπού ᾿βανε μαdήλι καὶ κάτσαν γύρου-τρὶγυρου οἱ ἐδικοί dου φίλοι (ἑνν. τὴν τράπεζαν τοῦ συμποσίου). Κρήτ. (Μαλάκ.) Ἐγὼ ροῦχα δὲν ἤκανα μὸν᾿ ἕνα κ᾿τσὸ ζουνάρ᾿ ζῦρου - τριζῦρου μάλαμα, ἁδρὺ μαργαριτάρ᾿ Λέσβ. Οὕλα τὰ κάστρα πάτησα κιˬ οὕλα τὰ μαναστήριˬα καὶ τοῦ Βαρλάμη τοὺ κιλλὶ δὶ μπόρ᾿σα νὰ πατήσου τρουῦρου-᾿ῦρου τοὺ ᾿φιρνα τρεῖς μέρις κὶ τρεῖς νύχτις Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Ἐγιˬώ ᾿μαι, ποὺ τὰ ᾿ύρισα τὰ κάστρη ᾿ύρου-ύρου Κάρπ. Εἶdά ᾿χετε γυροῦ-γυροῦ κ᾿ εἶναι βαρε͜ιὰ ἡ καρδιά σας; Δὲ dρῶτε καὶ δὲ bίνετε, καί δὲ χαροκοπᾶτε, πρὶν νά ᾿ρθῃ ὁ χάρος νὰ μᾶς βρῇ νὰ μάσε διˬαγουμίσῃ νὰ διˬαγουμίσῃ τσὶ γενιˬὲς... Δ. Κρήτ. Ἅρπαξα κ᾿ ἰγὼ ἕνα ξύλου | κὶ τὴ φέρνου γῦρου-γῦρου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Τὴν κάλην ἀτ᾿ ἐκάθιξαν καὶ γύρου τὴν κουρεύουν Πόντ. Γῦρο-γῦρο ὅλοι, ᾿ς τὴ μέση ὁ Μανὀλης (ἐκ παιδιᾶς) σύνηθ. 2) Χρονικῶς συνήθως μετὰ ἀριθμητικοῦ, περίπου κοιν.: Πέθανε γῦρο ᾿ς τὰ ἐνενήντα του χρόνιˬα κοιν. Ἦρθε γῦρο ᾿ς τὸ εἴκοσι ᾿ς τοὺ Γαργαλιˬάνου (περίπου κατὰ τὸ ἔτος χίλια ἐννιακόσαι εἴκοσι) Πελοπν. (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/